χλωρομετρικός

χλωρομετρικός
-ή, -ό, Ν [χλωρομετρία]
φρ. «χλωρομετρικοί βαθμοί λευκαντικού προϊόντος»
χημ. ο αριθμός τών λίτρων τού ενεργού χλωρίου που μπορεί να απελευθερωθεί από ένα λίτρο χλωρίνης ή από ένα χιλιόγραμμο χλωρασβέστου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”